- ἀναγραφῆναι
- ἀναγράφωengrave and set up publiclyaor inf pass
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πατρόθεν — Α επίρρ. 1. από τον πατέρα 2. μαζί με το πατρικό όνομα («ἐν στήλη ἀναγραφῆναι πατρόθεν ὡς ἀνδράσιν ἀγαθοῑσι γενομένοις», Ηρόδ.) 3. από την πλευρά τού πατέρα, από πατέρα («εἴπερ ἔστ ἐμὸς τὰ πατρόθεν», Σοφ.) 4. κατά πατρική προέλευση («πατρόθεν… … Dictionary of Greek